- χείριος
- -ία, -ον, Α [χείρ, χειρός]υποχείριος, αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου («προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χείριος — in the hands masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίων — χείριος in the hands fem gen pl χείριος in the hands masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείριον — χείριος in the hands masc acc sg χείριος in the hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειριᾶν — χείριος in the hands masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείριοι — χείριος in the hands masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… … Dictionary of Greek
χειρία — χειρίᾱ , χείριος in the hands fem nom/voc/acc dual χειρίᾱ , χείριος in the hands fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
ՁԵՌԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0150 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c ա. χειριός manualis. Որ ինչ ձեռօք լինի. արհեստական. *Ի վերայ ձեռականաց արհեստից. Սահմ. ՟Ժ՟Գ: *Առ ձեռական նիւթոց տրամադրեալք. Անան. եկեղ.: ՁԵՌԱԿԱՆ. ὐποχειριός qui sub manibus est … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χειρίαν — χειρίᾱν , χείριος in the hands fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)